ημιονηγός — ο αυτός που οδηγεί (κυρίως στρατιώτης) ένα μουλάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστραβηλάτης — ἀστραβηλάτης, ο (Α) ο ημιονηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστράβη + ηλάτης < ελαύνω «οδηγώ»] … Dictionary of Greek
βορδωνάρης — και βουρδωνάρης, ο (AM βουρδωνάριος) [βόρδων] ημιονηγός, αγωγιάτης … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιονίτης — ἡμιονίτης, ὁ, θηλ. ἡμιονῑτις (Α) [ημίονος] 1. το αρσ. ως ουσ. ο ημιονηγός 2. φρ. «ἵππος ἡμιονῑτις» φοράδα που κυοφορεί ημίονο 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμιονῑτις (φυτ.) είδος φτέρης … Dictionary of Greek
καρουχάριος — καρουχάριος, ὁ (Α) [καρούχον] 1. ημιονηγός 2. αμαξηλάτης … Dictionary of Greek
μουλίων — μουλίων, ὁ (Α) [μούλη] ημιονηγός, μουλαράς … Dictionary of Greek
μουλαράς — ο 1. οδηγός μουλαριού, ημιονηγός 2. ιδιοκτήτης μουλαριών 3. μτφ. α) άνθρωπος άξεστος, αγροίκος, απολίτιστος β) άνθρωπος αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + άς, κατάλ. που απαντά σε ουσ. δηλωτικά επαγγελμάτων (πρβλ. αμαξ άς, ψωμ άς)] … Dictionary of Greek
μουλαριάρης — ο [μουλάρι] ημιονηγός, μουλαράς … Dictionary of Greek
σταυλάρης — ὁ, Μ [σταυλος] ημιονηγός … Dictionary of Greek